- δρυοκοίτης
- δρῠο-κοίτης, ου, ὁ,A dweller on the oak,
τέττιξ AP7.190
(Anyte or Leon.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τέττιξ AP7.190
(Anyte or Leon.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δρυοκοίτης — dweller on the oak masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρυοκοίτης — ο (Α δρυοκοίτης) νεοελλ. μικροσκοπικό ξυλοφάγο έντομο με καστανοκόκκινο χρώμα και σώμα καλυμμένο από πολύ λεπτές τρίχες (οικ. σκολυτίδες) αρχ. αυτός που κατοικεί πάνω σε δρυ («τέττιξ δρυοκοίτης») … Dictionary of Greek
δρυοκοίτῃ — δρυοκοίτης dweller on the oak masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρυοκοίτᾳ — δρυοκοίτᾱͅ , δρυοκοίτης dweller on the oak masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)